απληροφόρητος

απληροφόρητος
η , ο [ος , ον ] неосведомлённый, неинформированный; не извещённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "απληροφόρητος" в других словарях:

  • απληροφόρητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει πληροφορίες για κάτι, ανενημέρωτος 2. αυτός που αγνοεί κάτι, άσχετος, ξένος προς το θέμα …   Dictionary of Greek

  • απληροφόρητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν πήρε πληροφορία για κάτι: Ως τη μέρα εκείνη τον είχαν αφήσει απληροφόρητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άπυστος — ἄπυστος, ον (Α) [πυστός] 1. αυτός για τον οποίο δεν έχει ακούσει κανείς κάτι 2. αυτός που δεν ακούγεται ή δεν μπορεί να ακουστεί 3. αυτός που δεν άκουσε ή δεν πληροφορήθηκε τίποτε, απληροφόρητος …   Dictionary of Greek

  • αΐστωρ — ἀΐστωρ ( ορος), ο (Α) αυτός που αγνοεί κάτι, άπειρος, απληροφόρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἴστωρ*] …   Dictionary of Greek

  • αγεωγράφητος — η, ο [γεωγραφώ] 1. αυτός που δεν ξέρει γεωγραφία, που δεν έχει γεωγραφικές γνώσεις 2. (για χώρες) αυτός που δεν έχει περιγραφεί γεωγραφικά 3. ακατατόπιστος, απληροφόρητος …   Dictionary of Greek

  • αδίδακτος — η, ο (Α ἀδίδακτος, ον) [διδάσκω] 1. αυτός που δεν έχει διδαχθεί κάτι, απληροφόρητος, αμαθής 2. που δεν έγινε αντικείμενο διδασκαλίας, που δεν τόν δίδαξε κανείς («αδίδακτο κείμενο») 3. ο αμαθής αρχ. 1. αυτός που δεν έχει εξασκηθεί σε κάτι 2. που… …   Dictionary of Greek

  • αδιαφώτιστος — η, ο [διαφωτίζω] 1. αυτός που δεν διαφωτίστηκε για κάτι, απληροφόρητος, μη ενήμερος 2. ό,τι δεν διαφωτίστηκε, δεν διευκρινίστηκε, δεν αποσαφηνίστηκε …   Dictionary of Greek

  • ανίδεος — η, ο (Μ ἀνίδεος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν γνωρίζει, δεν έχει ιδέα για κάτι («ο στραβός κι ο ανίδεος είν ένα πράμα» παροιμία) 2. όποιος δεν γνωρίζει κανένα στοιχείο μιας τέχνης ή μιας επιστήμης 3. ανυποψίαστος, ανύποπτος, απληροφόρητος,… …   Dictionary of Greek

  • ανιστόρητος — κ. ανιστόριστος, η, ο (AM ἀνιστόρητος, ον) 1. αυτός που αγνοεί την ιστορία, ο ιστορικά αμόρφωτος 2. αυτός που δεν αναφέρεται από την ιστορία, αμνημόνευτος, ακατάγραφος, άγνωστος νεοελλ. 1. αμόρφωτος, αγράμματος 2. αυτός που δεν μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • απευθής — ἀπευθής, ές (Α) [πυνθάνομαι] 1. αυτός που δεν έχει μαθευτεί, ανήκουστος, άγνωστος 2. απληροφόρητος, ακατατόπιστος …   Dictionary of Greek

  • αφώτιστος — η, ο (AM ἀφώτιστος, ον) 1. αυτός που δεν είναι φωτισμένος, ο σκοτεινός, ο αφεγγής 2. αδιαφώτιστος, απληροφόρητος 3. αβάφτιστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»